- κεκμηκότως
- κεκμηκότως, Adv., ([etym.] κάμνω)A wearily, Sch.S.El.164.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκμηκότως — (Α) επίρρ. με κόπο, επίπονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκμηκώς, μτχ. παρακμ. τού κάμνω «κοπιάζω, κουράζομαι»] … Dictionary of Greek
κεκμηκότως — wearily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)